ΔΕΝ ισχύει πως η στέβια προκαλεί υπογονιμότητα και μεταλλάξεις στο DNA

You are currently viewing ΔΕΝ ισχύει πως η στέβια προκαλεί υπογονιμότητα και μεταλλάξεις στο DNA

Σύμφωνα με άρθρα που κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες, το δημοφιλές γλυκαντικό στέβια, είναι υπεύθυνο για τη πρόκληση υπογονιμότητας και μεταλλάξεων στο DNA.

Στο kourdistoportokali.gr, tilestwra.com κτλ διαβάζουμε:

Ποια είναι τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα για τη στέβια;

Τα γλυκαντικά με βάση τη στέβια χρησιμοποιούν καθαρά εκχυλίσματα από τα φύλλα του φυτού stevia, που ονομάζονται γλυκοζίτες στεβιόλης. Διατίθενται στο εμπόριο ως «φυσικό γλυκαντικό», οι κατασκευαστές ελπίζουν ότι οι γλυκοζίτες στεβιόλης θα προσελκύσουν τους καταναλωτές που αναζητούν μια πιο υγιεινή εναλλακτική λύση στη ζάχαρη.

Το φυτικό εκχύλισμα – το οποίο είναι 200 ​​έως 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη και είναι επίσης χωρίς θερμίδες – έχει χρησιμοποιηθεί ως γλυκαντικό για πολλά χρόνια στην Ασία και τη Νότια Αμερική.

Όταν χρησιμοποιείται ως επιτραπέζια γλυκαντική ουσία, οι γλυκοζίτες στεβιόλης αναμιγνύονται συχνά με άλλα τεχνητά γλυκαντικά για βελτίωση της υφής και για να καλύψουν την μερικές φορές πικρή επίγευση τους.

Οι γλυκοζιτες στεβιόλης, έχουν εγκριθεί για χρήση σε αναψυκτικά χωρίς ζάχαρη, ζεστά ροφήματα, μαρμελάδες, αρωματισμένο γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, κέικ, επιδόρπια και αλκοολούχα ποτά, μεταξύ άλλων.

Όταν καταναλώνονται, οι γλυκοζιτες στεβιόλης διασπώνται σε στειϊόλη, η οποία απορροφάται από το σώμα. Ο οργανισμός δεν αποθηκεύει γλυκοζίτες στεβιόλης και εκκρίνονται γρήγορα μέσω κοπράνων και ούρων.

Οι γλυκοζίτες στεβιόλης εγκρίθηκαν από την ΕΕ το 2010, αφού η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) διενήργησε μια συνολική ανάλυση όλων των διαθέσιμων στοιχείων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση. (Πηγή: nhs.uk).

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1131-2011

Ολόκληρη η έκθεση εδώ: (ANS)-2010-EFSA_Journal

Στην σελίδα του ΕΦΕΤ, διαβάζουμε:

Η χρήση των γλυκοζιτών στεβιόλης σε κατάλληλα επίπεδα για 31 διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων εγκρίθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2011 με τον Κανονισμό ΕΚ 1131/2011 που τροποποιεί το Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού ΕΚ 1333/2008.”

Διεξήχθη εκτεταμένη έρευνα σε γλυκοζίτες στεβιόλης, στις οποίες συμμετείχαν τόσο άνθρωποι όσο και ζώα. Μετά την ανάλυση όλων των διαθέσιμων στοιχείων, η ομάδα έρευνας της ΕΑΑΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γλυκοζίτες στεβιόλης δεν είναι καρκινογόνες ή μεταλλαξιογόνες ή τοξικές και δεν θέτουν σε κίνδυνο την εγκυμοσύνη ή την υγεία των παιδιών. Η ημερήσια αποδεκτή πρόσληψη καθορίστηκε στα 4 mg / kg σωματικού βάρους. Αν και κάποιες ελάχιστες μελέτες υποστήριξαν πιθανή μεταλλαξιογόνο δράση σε πειραματόζωα, το αποτελέσματά τους προέκυψαν έπειτα από χορήγηση μεγαδόσεων της ουσίας που προκάλεσαν τοξικότητα. (Πηγή: eufic.org).

Τεστοστερόνη και υπογονιμότητα

Ο ισχυρισμός πως η Stevia rebaudiana μπορεί να προκαλέσει πτώση των επιπέδων τεστοστερόνης και υπογονιμότητα, βασίζεται σε μία μελέτη που δημοσιεύθηκε το 1999 στο “Journal of Ethnopharmacology” και ερεύνησε τη χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων της ουσίας σε αρσενικά ποντίκια για 60 ημέρες. Ανακαλύφθηκε πτώση της τεστοστερόνης στο πλάσμα και πιθανή υπογονιμότητα. Αντίστοιχα αποτελέσματα όμως, δεν έχουν παρατηθεί σε ανθρώπους, ειδικά όταν ακολουθείται η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη.

Στέβια και αντισύλληψη

Το 1968 κυκλοφόρησε μια ιστορία που ισχυριζόταν ότι ορισμένες φυλές Ινδιάνων στην Παραγουάη χρησιμοποίησαν τσάι στέβιας ως αντισυλληπτικό και συνδέθηκε με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά και υποστήριζε αντισυλληπτική δράση της Stevia rebaudiana σε αρουραίους. Στη πραγματικότητα, πρόκειται για ανυπόστατο ισχυρισμό, αφού κάτι τέτοιο δεν ισχύει από σχετικές έρευνες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.

Συμπέρασμα

Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό πως σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ, της ΕΕ και του αμερικανικού FDA (generally recognized as safe – GRAS), η στέβια δεν είναι τοξική, δεν προκαλεί μεταλλάξεις και υπογονιμότητα και δεν χρησιμοποιείται ως μέσο αντισύλληψης, ειδικά όταν οι καταναλωτές την καταναλώνουν με βάση την συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη των 4 mg / kg σωματικού βάρους.